συναρμολόγημα

συναρμολόγημα
το
1. αυτό που προέκυψε από συναρμολόγηση.
2. συναρμολόγηση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συναρμολόγημα — το, Ν κατασκευή που προήλθε από την αρμονική και επακριβή σύνδεση επιμέρους τμημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < συναρμολογώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν τού Σκαρλάτου Βυζαντίου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”